- συνθήγω
- Α1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο2. παθ. συνθήγομαιμτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θήγω «οξύνω, ακονίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek